εὐλογία

εὐλογία
εὐλογ-ία, ,
A good or fine language, Pl.R.400d, Luc.Lex.1.
2 plausibility,

ἔχει τινὰ εὐλογίαν Thphr.CP6.31.1

; habet

εὐλογίαν Cic.Att.13.22.4

, cf. Ep.Rom.16.18; ἡ τοῦ δόγματος εὐ. prob. in Phld.Sign.27;

ἡ εὐ. τῶν πραγμάτων Id.Herc.1251.8

.
II praise, eulogy, Pi.N.4.5, Th.2.42;

ὑμνῆσαι δι' εὐλογίας E. HF356

(lyr.);

ἄξιος εὐλογίας Ar.Pax738

: pl., Pi.I.3.3, 6(5).21, Pl. Ax.365a; good fame, glory, ἀγήραντος εὐ. Simon.100, cf. Pi.O.5.24;

εὐλογίαν φέρει Lyr.Alex.Adesp.21.10

;

ἔχειν εὐ. τινὰ πρός τινα POxy. 65.4

(iii/iv A.D.).
2 esp.praise to God, LXX Si.50.20(22), Apoc. 7.12, OGI74 ([place name] Egypt).
III act of blessing, opp. κατάρα, LXX Ge. 27.12, Ep.Jac.3.10.
2 blessing called down or bestowed, LXX Pr. 10.22, 1 Ep.Pet.3.9.
3 gift, bounty, LXX Jo.15.19, 4 Ki.5.15, 2 Ep.Cor.9.5; ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει bountifully, ib. 6, cf. Ph.1.129.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐλογία — εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc/acc dual εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • εὐλογίᾳ — εὐλογίαι , εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογία — η 1. η πράξη του ευλογώ, καλός λόγος, έπαινος. 2. ευχή για την ευτυχία κάποιου. 3. μτφ., πλούτος, αφθονία αγαθών: Ευλογία Θεού. 4. αντίδωρο που δίνει στους πιστούς ο παπάς. 5. (ιατρ.), εξανθηματική αρρώστια, αλλ. ευλογιά, βλογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλογίας — εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem acc pl εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογίαι — εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογίαν — εὐλογίᾱν , εὐλογία good or fine language fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογιῶν — εὐλογία good or fine language fem gen pl εὐλογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογίαις — εὐλογία good or fine language fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογίῃ — εὐλογία good or fine language fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογίῃσιν — εὐλογία good or fine language fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”